Λίβυσι

Λίβυσι
Λίβυς
a Libyan
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νέο Λιβύσι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.) του νομού Αττικής …   Dictionary of Greek

  • βαρβάκι — το (Α βάρβαξ, ακος, ο) είδος μικρού γερακιού, κιρκινέζι, κίρκος ο οξύπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Βάρβαξ της θήρας και ερμηνεύεται από τον Ησύχιο «ιέραξ παρά Λίβυσι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”